lundi 20 juin 2011

Ο Νίκος Νικολαΐδης που θυμάμαι

Στα 55 χρόνια από το θάνατο του

Γιάννης Καράβολας, Université du Québec à Montréal

Διάλεξη που έγινε στο Μοντρεάλ με ευθύνη Του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ

στις
17 Απριλίου 2011

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
 
Ο Νίκος Νικολαίδης ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος και ένας καλλιτέχνης με πολλαπλά ταλέντα. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω και να τον συναναστραφώ όταν ήμουν πολύ νέος. Επηρέασε σημαντικά την πνευματική μου διαμόρφωση και του είμαι γι’αυτό ευγνώμων.
Οι αναμνήσεις μου από τις συναντήσεις που είχα μαζί του ανήκουν στις ωραιότερες της ζωής μου. Ευχαριστώ τον κ. Κωνσταντινίδη που με κάλεσε να σας μιλήσω απόψε για το μεγάλο Κύπριο συγγραφέα, κι’εσάς όλους που με τιμήσατε με την παρουσία σας. Μου δίδεται έτσι η ευκαιρία 55 χρόνια μετά το θάνατο του, να του εκφράσω το θαυμασμό μου και την αγάπη μου, κάτι που δεν πρόφτασα να του πω όσο ζούσε.
Στην ομιλία μου θα υπενθυμίσω πρώτα, για όσους δεν γνωρίζουν ποιός ήταν ο Νίκος Νικολαίδης ο Κύπριος, τα κυριότερα γεγονότα της πολυκύμαντης ζωής του, θα αναφέρω κατόπιν ορισμένες προσωπικές μου αναμνήσεις και στο τέλος θα σας πω λίγα λόγια για το ζωγραφικό και το συγγραφικό του έργο.

Α Π Ο Τ Η Ζ Ω Η ΤΟΥ Νίκου Νικολαΐδη τoυ ΚΥΠΡΙΟΥ

Ο Νίκος Νικολαΐδης γεννήθηκε στη Λευκωσία. Η ακριβής ημερομηνία της γέννησης του είναι αμφισβητούμενη. Οι περισσότεροι βιογράφοι του, όπως και ο ίδιος, αναφέρουν το 1884. Οι γονείς του ήταν φτωχοί: ο πατέρας του ονομάζονταν Κωστής Νικολαΐδης, η μητέρα του Ειρήνη Χατζηνικόλα. Ο Κωστής δούλευε στο μαγειρειό του Χατζηνικόλα. Λένε πως ο Κωστής και η Ειρήνη αγαπήθηκαν και κλέφτηκαν και ότι ο γάμος έγινε μετά τη γέννηση του Νίκου. Το δεύτερο παιδί ήταν κορίτσι. Στη γέννα όμως πέθανε η μάνα. Γι’αυτό ονόμασαν το μωρό Ειρήνη. Λίγο αργότερα πέθανε και ό Κωστής. Άλλοι λένε ότι πρώτα πέθανε ο πατέρας και μετά η μητέρα. Εν πάση περιπτώσει, τα ορφανά τα ανάλαβε μια φτωχιά θεία τους.

Ο Νίκος για να τη βοηθήσει πήγαινε το πρωί στο σχολείο και το απόγευμα δούλευε. Στην αρχή έκανε θελήματα, μετά εργαζόταν στην αγορά της γειτονιάς του. Αναγκαστικά παραμέλησε το σχολείο. Άλλωστε δεν αγαπούσε τον αυστηρό δάσκαλο. Ο δάσκαλος πάλι θεωρούσε το Νίκο ανεπίδεκτο μαθήσεως και τον έδινε για παράδειγμα που δεν πρέπει να μιμηθούν τ’άλλα παιδιά. Δέκα χρονών, εγκατέλειψε οριστικά το σχολείο. Όπως ήξερε να διαβάζει και να γράφει, έπιασε δουλιά σ’ένα βιβλιοδετείο. Μα επειδή πιο πολύ διάβαζε τα βιβλία παρά τα έδενε, το αφεντικό τον έδιωξε γρήγορα. Τότε πήρε το δρόμο και γύριζε τα μοναστήρια. Εκεί έμαθε πολλά και διάφορα πράγματα - την ιστορία και τις παραδόσεις του νησιού, να ζωγραφίζει τοπία και εικόνες και να γράφει στην καθαρεύουσα. Με λάθη βέβαια. Ορθογραφία δεν έμαθε ποτέ. Έγινε εικονογράφος.



Τα χρόνια περνούσαν. Οι δυνάμεις του μεγάλωσαν, οι γνώσεις του πλήθυναν, η πείρα της ζωής πλουτίστηκε. Ο τόπος δεν τον χωρούσε πια. Αισθανόντανε ώριμος για νέα, μεγαλύτερα «challenges».
Tο 1907 κατεβαίνει λοιπόν στη Λεμεσό, μπαίνει μούτσος σ’ένα καράβι και ξεμπαρκάρει στον Πειραιά. Στην Αθήνα γράφεται στο Πολυτεχνείο. Ήθελε να σπουδάσει ζωγραφική αλλά δεν τον κράτησαν. Δεν είχε την απαιτούμενη μόρφωση.
Μα δεν απογοητεύθηκε.


Στην Αθήνα γνωρίστηκε με τον Παλαμά, συνδέθηκε με την κόρη του ποιητή, τη Ναυσικά, που την αποκαλούσε αδελφή του, έγινε πολύ στενός φίλος με τον Άγγελο Σικελιανό και την Αμερικάνα σύζυγο του Eva Palmer, συνδέθηκε με τον συμπατριώτη του ποιητή Γλαύκο Αλιθέρση και με πολλούς άλλους γνωστούς μα και νέους, άγνωστους ακόμη καλλιτέχνες και διανοουμένους. Παράλληλα μαθαίνει να μιλάει και να γράφει τη νεοελληνική γλώσσα αντί την κυπριακή διάλεκτο που χρησιμοποιούσε μέχρι τότε και ανακαλύπτει τα μυστικά της ζωγραφικής τέχνης στα μουσεία της Ελλάδας και αργότερα στα ταξίδια του.


Γιατί ο Νικολαΐδης ήταν ακούραστος ταξιδευτής. Περιπλανείται ένα διάστημα στην Ελλάδα, να τη γνωρίσει. Για να ζήσει πουλούσε τις εικόνες που ζωγράφιζε. Αργότερα επισκέπτεται την Αλεξάνδρεια, τη Σικελία, την Κωνσταντινούπολη, τη Βιέννη, το Βατικανό, το Μοναχό, το Βερολίνο, το Παρίσι, το Λονδίνο, την Ισπανία, τη Συρία, το Λίβανο, ζει άπειρες περιπέτειες και αποκτά αμέτρητες εμπειρίες. Στην Ευρώπη όμως ξεσπάει ο πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος.Τότε επανέρχεται στην Ελλάδα που λατρεύει. Μα οι αντιζηλίες των λογίων και των καλλιτεχνών της Αθήνας τον απογοητεύουν. Το 1919 επιστρέφει λοιπόν στην Κύπρο.


Εκεί δημοσιεύει το πρώτο του βιβλίο Το Γαλάζιο Λουλούδι. Αλλά η αγγλική κατοχή και το επαρχιακό πνεύμα που επικρατούσε τότε στο νησί, δεν του επιτρέπουν να αναπτύξει περισσότερο το ταλέντο του και τις γνώσεις του. Το 1923 έρχεται να εγκατασταθεί στην Αίγυπτο, που είχε γνωρίσει σε προηγούμενο ταξίδι του. Μα όχι στην κοσμοπολιτική Αλεξάνδρεια με την πολυάριθμη ελληνική παροικία της και την πλούσια πνευματική της κίνηση μα και τις κλίκες της. Διαλέγει το Κάιρο που ήταν πιο λαϊκή, πιο αιγυπτιακή, πιο αράπικη μεγαλούπολη. Εκεί θα ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια του.

Πέθανε στις 24 Φεβρουαρίου 1956 στο νοσοκομείο του Καίρου περιστοιχισμένος από διαλεκτούς φίλους. Τότες δεν έμενα πλέον στην Αίγυπτο . Για το θάνατο του με πληροφόρησε μια καλή μου φίλη. Η είδηση με τάραξε. Ο κύριος Νίκος Νικολαΐδης, είχε, όπως είπα προηγούμενα, παίξει σπουδαίο ρολό στη ζωή μου.


ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΝΑΜ Ν Η Σ Ε Ι Σ


1.
Στο Κάιρο, μικρό παιδί, έβλεπα συχνά τον Κύριο Νικολαΐδη να κατεβαίνει τη γέφυρα του Μπουλάκου που οδηγούσε από τη γειτονιά του στο κέντρο ή να περιδιαβάζει, σχεδόν πάντα μόνος, στην ευρωπαϊκή οδό Σολιμάν πασά. Ήταν αδύνατο να μην τον πάρει το μάτι μου. Ξεχώριζε από τους άλλους διαβάτες. Ήταν λιγνός, μάλλον υψηλός, στητός σα λαμπάδα και βημάτιζε με χάρη επαγγελματία χορευτή. Ήταν πάντοτε ντυμένος απλά. Φορούσε συνήθως λευκά, φρεσκοπλυμένα και άψογα σιδερωμένα ρούχα. Εκείνο που τραβούσε όμως από μακριά την προσοχή των περαστικών ήταν το κεφάλι του που το στήριζε ένας λαιμός λέλεκα. Το κρανίο του φαίνονταν πιο μικρό από ότι ήταν στην πραγματικότητα κάτω από τα μακριά άφθονα άσπρα του μαλλιά.
Μου θύμιζαν τη χαίτη του λιονταριού που έβλεπα στο σινεμά, στην αρχή κάθε παράστασης ενός φιλμ της Metro Goldwyn Mayer. Μα ο κύριος Νικολαΐδης δε με φόβιζε καθόλου, παρόλη τη σχετική εκκεντρικότητα του. Αντίθετα τα λαμπερά του καλοσυνάτα μάτια και το αιώνιο, λίγο ειρωνικό χαμόγελο του, μου ενέπνεαν εμπιστοσύνη. Μα και δέος. Ήταν τύπος. Πέρασαν χρόνια προτού μάθω τ’όνομα του και πως ήταν συγγραφέας και ζωγράφος. Από τότε όταν τον συναντούσα στο δρόμο τον κοίταζα κρυφά με θαυμασμό.

Τον γνώρισα προσωπικά το φθινόπωρο του 1943. Ένα απόγευμα, ένας πρώην συμμαθητής με τον οποίο έκανα τότε παρέα, και ήξαιρε πόσο μ΄ενδιέφερε η λογοτεχνία, με ρώτησε αν θα ήθελα να με παρουσιάσει στον κύριο Νικολαΐδη. Φαντάζεστε τη χαρά μου. Λίγες μέρες αργότερα, με περίμενε έξω από το γραφείο όπου εργαζόμουν, και μ΄οδήγησε στο Μπουλάκο, μια λαïκή συνοικία, όχι πολύ μακριά από τη γειτονιά μου. Ο κ. Νικολαίδης έμενε στην οδό Σάμπερ, αριθμός 12. Στον δεύτερο όροφο. Μόνος του. Ποτέ δεν παντρεύτηκε.


Μας άνοιξε. Χαιρετιστήκαμε. Μ’εξέτασε μια στιγμή, λίγο ξαφνιασμένος, μου φάνηκε. Ήμουν μικροκαμωμένος, αδύνατος, συνεσταλμένος. Μας είπε να περάσουμε. Μ’εντυπωσίασε η άψογη τάξη και η απίστευτη καθαριότητα του διαμερίσματος του. Στο πρώτο δωμάτιο εργαζόταν. Λίγα τα έπιπλα, απλά, φτωχικά. Ένα μικρό γραφείο, ένα αναλόγιο μ’ένα ανοικτό βιβλίο, το καβαλέτο του, η γύψινη προτομή του και μια μικρή βιβλιοθήκη. Στους τοίχους κρεμασμένες εικόνες, δικοί του πίνακες και φωτογραφίες. Στο δεύτερο δωμάτιο ήταν το σαλόνι του και ταυτόχρονα η κρεβατοκάμαρα του: ένα ντιβάνι, μια-δύο καρέκλες, δυο-τρία σκαμνάκια και μια σκαλιστή κασέλα.


Ο Νικολαΐδης μας άφησε και πήγε στην κουζίνα. Ήρθε σε λίγο με το δίσκο. Μας έκανε τσάι και φρυγανιές με μαρμελάδα βερίκοκο. Αυτό το θυμάμαι καλά. Ζάχαρη δεν έφερε. Οι αραπάδες πίνουν το τσάι τους πολύ γλυκο, σιρόπι. Δεν είχα δει μέχρι τότε κανέναν να πίνει το τσάι του δίχως ζάχαρη. Ο κύριος Νικολαΐδης κατάλαβε φαίνεται την έκπληξη μου και είπε. «Ζάχαρη δε χρειάζεται, η μαρμελάδα είναι γλυκιά». Αυτά ήταν σχεδόν όλα τα λόγια που αντάλλαξε μαζί μου. Εγώ από φύση λιγόλογος και ντροπαλός δεν ήξερα τι να του πω. Ήμουν ένα κοινό, άγνωστο, ασήμαντο δεκάξι χρονών παιδί. Βρισκόμουν σ’ένα περιβάλλον τελείως ξένο. Αισθανόμουν πελαγωμένος. Εκείνος πάλι ήταν 60 χρονών ασπρομάλλης, σεβάσμιος, πασίγνωστος γέρος.Τι να μου πει; για τι πράμα να μου μιλήσει; Δεν ξέρω τι σκέφτηκε όταν με είδε. Μάλλον δεν θα του έκανα καμίαν εντύπωση. Σύντομα μας άφησε να συζητάμε και αποσύρθηκε στο εργαστήριο του. Ύστερα από λίγο τον αποχαιρετήσαμε και φύγαμε. Σίγουρα θα με ξέχασε όταν η επίσκεψη τέλειωσε. Ευτυχώς δεν ήταν η τελευταία.


2.
Τον Ν.Ν. τον ξανασυνάντησα πολλές φορές στο δρόμο, στο σπίτι του, σε φιλικά σπίτια. Οι σχέσεις μας παρέμεναν τυπικές, μάλλον ψυχρές. Δεν τον ενδιέφερα και αυτό με πείραζε. Επιθυμούσα τόσο πολύ να με πάρει στα σοβαρά, να προσφέρει κι’εμένα όπως σε τόσους άλλους τα βιβλία του η τουλάχιστον να μου τα πουλήσει. Γιατί δεν πουλιούνταν στα βιβλιοπωλεία να τ᾿αγοράσω. Όχι ότι είχα λεφτά για να ψωνίσω βιβλία. Μα θα έκανα θυσία.
Ώσπου, μια βραδιά που τον συνόδευα στο σπίτι του πήρα το θάρρος και του παραπονέθηκα. «Σ’όλους τους γνωστούς χαρίσατε τα βιβλία σας μόνο σε μένα όχι». Μου απάντησε ψύχραιμα. «Γιάννη, τα βιβλία μου δεν τα πουλώ. Πουλώ τις εικόνες των αγίων που ζωγραφίζω για να ζήσω. Τα βιβλία μου τα χαρίζω στους φίλους. Εσύ ακόμα δεν ωρίμασες, να σε θεωρώ φίλο άξιο να σου τα χαρίσω». Φαρμακώθηκα. Τι να του απαντήσω; Τον καληνύχτισα. Κατάλαβα ότι πρέπει να κάνω υπομονή.


3.
Θυμάμαι ιδιαίτερα ζωηρά τη συνάντηση μας, την 8η Μαΐου 1945, στο κέντρο του Καίρου. Κόντευε μεσημέρι. Είχα βγει από το γραφείο που δούλευα και πήγαινα απέναντι, στην οδό Σολιμάν πασά να τσιμπήσω κάτι. Στο δρόμο είχε περισσότερο κόσμο από ότι συνήθως τέτοιαν ώρα. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Αισθανόσουν ότι όπου να είναι κάτι πολύ εξαιρετικό θα συνέβαινε. Μια στιγμή διάκρινα το κεφάλι του κ. Ν.Ν. Κατάφερα να τον πλησιάσω. Ήταν μόνος του. Τον χαιρέτησα και συνεχίσαμε να προχωράμε με δυσκολία. Ξαφνικά, άρχισαν όλες οι σειρήνες να ουρλιάζουν, όλες οι καμπάνες του Καίρου να σημαίνουν, τα αυτοκίνητα να κορνάρουν και απ’όλα τα στήθη να βγαίνει μια κραυγή ανακούφισης. Οι Γερμανοί παραδόθηκαν δίχως όρους. Ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος στην Ευρώπη τελείωσε.
Από όλες τις γωνιές κατέφθαναν μιλιούνια κόσμος. Σ’όλες τις ταράτσες, τα μπαλκόνια, πίσω από τα παράθυρα, στα πεζοδρόμια στοιβάζονταν χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά. Πολλοί κλαίγανε, άλλοι γελούσαν, φιλούσαν το διπλανό τους. Πανζουρλισμός. Οι πιο εκδηλωτικοί ήταν οι φαντάροι Άγγλοι, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Ινδοί, Γάλλοι, Πολωνοί, Έλληνες, κ.α. Πετούσαν το δίκοχο τους στον αέρα. Ήταν οι τυχεροί. Αυτοί που επέζησαν, που θα επέστρεφαν στον τόπο τους, στην οικογένεια τους, να χτίσουν μια καινούρια, ειρηνική ζωή. Ο κ. Νικολαΐδης ήταν πολύ συγκινημένος. Τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Περίμενε τόσον καιρό αυτή την ώρα. Πίστευε πως μετά τον πόλεμο ένας κόσμος καινούριος, καλύτερος, πιο δίκαιος για όλους, θα γεννιόταν. Γελάστηκε, όπως όλοι οι άλλοι. Δεν πέρασε ένας χρόνος κι’άρχισε ο ψυχρός πόλεμος. Στην Ελλάδα ο εμφύλιος δεν έλεγε να σταματήσει. Μα η ζωή συνέχιζε.


4.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1948 ήμουν καλεσμένος σε φιλικό σπίτι. Όταν έφτασα είχε ήδη πολύ κόσμο. Τους γνώριζα σχεδόν όλους. Ήταν εκεί και ο κ. Νικολαΐδης. Γύρω του όπως πάντα πολλοί νέοι και ηλικιωμένοι θαυμαστές του. Απάγγελε ένα ποίημα, τα μάτια μισόκλειστα, με μια φωνή μπάσα, υποβλητική, λίγο στομφώδη, όπως συνήθιζε. Ο κ. Νικολαΐδης ήταν άνθρωπος του θεάτρου, όχι μόνο συγγραφέας θεατρικών έργων αλλά και ηθοποιός στα νιάτα του και σκηνοθέτης αργότερα. Όταν σώπασε και σταμάτησαν τα χειροκροτήματα, η οικοδέσποινα μας έπαιξε πιάνο. Κατόπιν πιάσαμε το τραγούδι. Όλοι είχαν κέφι. Ο μπουφές ήταν πλούσιος, τα ποτά άφθονα, η παρέα ευχάριστη.


Ο Νικολαΐδης δεν έπινε, δεν κάπνιζε κι΄ἐτρωγε λίγο, σα σπουργίτης. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα σηκώθηκε, ευχήθηκε σε όλους καλή χρονιά, ευχαρίστησε την οικοδέσποινα και τράβηξε προς την πόρτα. Αποφάσισα να τον συνοδέψω. Όταν φτάσαμε έξω από την οκέλα που έμενε μου είπε να επανέλθω αργότερα. Ότι μεγάλωσα. Ότι τώρα με θεωρούσε πια φίλο του. Μπορούσε λοιπόν να μου προσφέρει τα βιβλία του. Δεν πίστευα τ’αυτιά μου. Με δυσκολία τραύλισα τις ευχαριστίες μου, τον καληνύχτισα και το πρωί στις έντεκα ήμουν πίσω. Μου είχε ετοιμάσει ένα δεματάκι : 4 όμορφους τόμους με αφιέρωση και την υπογραφή του. Ήταν το ωραιότερο αηβασιλιάτικο δώρο που μου έγινε ποτέ.


5.
Η τελευταία συνάντηση μου με τον κ. Νικολαΐδη ήταν το καλοκαίρι του 1949. Ανταμώσαμε τυχαία, όπως τόσες άλλες φορές, στην οδό Σολϊμάν πασά. Ήταν λίγες μέρες πριν φύγω για πάντα από την ευλογημένη χώρα όπου γεννήθηκα. Λίγοι ήξεραν πως αναχωρώ. Κι’εγώ
ο ίδιος δεν γνώριζα καλά-καλά τι θα με περίμενε όταν θα ξεμπαρκάριζα
ολομόναχος σε λίγες μέρες στη Μασσαλία. Δεν είπαμε πολλά. Ήμουν πολύ συγκινημένος. Μου έσφιξε το χέρι και μου ευχήθηκε καλό ταξίδι και καλή τύχη. Τον αποχαιρέτησα και συνέχισα με βαριά καρδιά το δρόμο για το σπίτι μου. Ήξαιρα πως δεν θα τον ξανάβλεπα.


Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ


Ο Νικολαΐδης διακρίθηκε σαν συγγραφέας και σαν ζωγράφος. Σ’αυτό μοιάζει με τον Φώτη Κόντογλου. Δεν είχε όμως την προετοιμασία του τελευταίου. Ο Νικολαΐδης ήταν αυτοδίδακτος, στη ζωγραφική όπως σε όλα τα άλλα. Έφηβος στην Κύπρο έμαθε τις βάσεις της ζωγραφικής τέχνης από τον πάτερ Διόνυσο, ηγούμενο του μοναστηρίου του Σταυροβουνίου. Αγνοείτε πότε ακριβώς έφτασε εκεί και πόσον καιρό έμεινε με τον ηγούμενο.
Όπως είδαμε μόλις εγκαταστάθηκε στην Αθήνα γράφτηκε στο Πολυτεχνείο να σπουδάσει ζωγραφική, μα δεν τον κράτησαν. Τότε αποφάσισε ν’ανακαλύψει τον κόσμο.Στα ταξίδια του γνώρισε πολλούς κορυφαίους καλλιτέχνες (Ροντέν), συγγραφείς (Ρομέν Ρολάν) και ποιητές (κόμησα ντε Νοάιγ). Για να ζήσει ζωγράφιζε πορτρέτα η εικόνες αγίων, χρωμάτιζε φωτογραφίες ή έκανε οτιδήποτε δουλειές του ποδαριού του πρόσφεραν. Το 1919 όταν γύρισε στην Κύπρο, δίδαξε σχέδιο και ζωγραφική στο ιδιωτικό σχολείο θηλέων το Αθηναϊδιον, αλλά δεν είναι γνωστό αν πληρώνονταν.


Ο Νικολαΐδης αγαπούσε να διδάσκει, να εξηγάει και να ερμηνεύει. Μου δάνειζε βιβλία από τη βιβλιοθήκη του και όταν τα επέστρεφα τα σχολιάζαμε. Αυτός μου έμαθε να επισκέπτομαι τις πινακοθήκες. Αυτός με εμύησε στην σύγχρονη τέχνη. Θυμάμαι, ήταν λίγο μετά το τέλος του πολέμου. Στο Γαλλικό Λύκειο του Καίρου παρουσίαζαν μια έκθεση με έργα του Πικασό. Μ’εκάλεσε μαζί με άλλους νέους να τον συνοδέψω. Κοπίασε να μας δώσει να καταλάβουμε λίγο την τεχνική του καλλιτέχνη, να μας δείξει που βρίσκεται η ομορφιά του κάθε έργου με τα παραμορφωμένα πρόσωπα και σχήματα, να μας φανερώσει το νόημα κάθε πίνακα.


Όταν τον γνώρισα έδινε σε πολλά αγόρια και κορίτσια, μα και σε ενήλικες Έλληνες και Αιγύπτιους, μαθήματα ζωγραφικής, στους περισσότερους δωρεά. Μερικοί από τους μαθητές του θα διαπρέψουν αργότερα, όπως ο Αιγύπτιος Μοχάμεντ Νάγκι. Όταν όμως ο Πατριάρχης Μελέτιος του πρότεινε θέση καθηγητή ζωγραφικής στην Πατριαρχική σχολή Καίρου, δεν δέχτηκε. « Θέλω να είμαι ελεύθερος, ανεξάρτητος» του είπε.


Ο Νικολαΐδης παρουσιάζονταν ως ζωγράφος καλλιτέχνης. Το 1919, οργάνωσε την πρώτη του προσωπική έκθεση στη Λεμεσό. Αργότερα συμμετείχε σε συλλογικές εκθέσεις (1929, 1931, 1932 ) στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα. Μετά το θάνατό του τα έργα του εκτέθηκαν στην Αθήνα (1964) και στη Νικωσία (1988). Οι πίνακες του έγιναν δεκτοί ευμενέστατα από τους Έλληνες και ξένους κριτικούς. Είχα την τύχη να δω πολλούς πίνακες, σχέδια και αγιογραφίες του στο εργαστήριο του. Μου άρεσαν ιδιαίτερα τα αιγυπτιακά τοπία με την έρημο, τις φοινικιές, τις καμήλες, τους φελάχους που δουλεύουν τη γη, τις γυναίκες τυλιγμένες στο μαύρο μακρύ φόρεμα τους να προχωρούν κουνιστές και λυγιστές, κουβαλώντας μια στάμνα με νερό στην κεφαλή τους καθώς και τα ταμπλό που έδειχναν το Όρος Σινά.


Πίνακες του κ. ΝΝ βρίσκονται σε πινακοθήκες στην Αγγλία, στη Γερμανία, στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στην Αίγυπτο και αλλού. Οι περισσότεροι όμως ανήκουν σε φίλους του και σε ιδιωτικούς συλλέκτες. Δεν είμαι αρμόδιος να κρίνω υπεύθυνα τη ζωγραφική τέχνη του κ. Νικολαΐδη. Δε νομίζω όμως ότι λανθάνω λέγοντας πως αν εν δεν είναι ισότιμος του Ραφαήλ η του Ματίς, ανήκει σίγουρα ανάμεσα στους καλύτερους ζωγράφους της Αιγύπτου, της Ελλάδας και προ πάντων της Κύπρου του πρώτου ήμισυ του 20ου αιώνα. Πάντως, προσωπικά θα ήμουν ευτυχής αν είχα να στολίσω το γραφείο μου η το σαλόνι μου μ’ένα πίνακα του.


Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ


Τα πρώτα γνωστά δημοσιεύματα του ΝΝ χρονολογούνται από το 1908, είναι στην καθαρεύουσα και δημοσιεύθηκαν στην Αθήνα, στο Φιλολογικό Παράρτημα Ακροπόλεως. Την ίδια εποχή άρχισε να γράφει το ΓΑΛΑΖΙΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ένα συμβολικό θεατρικό έργο σε μορφή παραμυθιού, που θυμίζει κάπως το Γαλάζιο Πουλί του Μέτερλιγκ. Η υπόθεση είναι απλή :


Μια κατάρα έδιωξε τη Χαρά από τον Πύργο που εξουσιάζει η Ξανθή ρήγισσα. Θα ξαναγυρίσει μόνο όταν ένα παλικάρι αντρειωμένο πάει στο βασίλειο της Μελαχρινής κυράς και φέρει το Γαλάζιο Λουλούδι που φυτρώνει εκεί. Πολλοί νέοι δοκίμασαν μα κανείς δεν επέτυχε, γιατί σαν φτάνανε στον προορισμό τους, τους μάγευε η Μελαχρινή κυρά. Κάποτε ξεκίνησε και το τελευταίο παλικάρι, ο Αντρειωμένος. Σαν όλους τους άλλους υπέκυψε κι’αυτός στα μάγια της Μελαχρινής. Μια μέρα όμως ανοἰγοντας τα μάτια του αντίκρυσε μια γαλανή λίμνη και στον κάμπο χρυσά στάχια. Τότε θυμήθηκε την Ξανθή και την υπόσχεση που της είχε δόσει. Ύστερα από πολλές περιπέτειες κατόρθωσε να γυρίσει στον πύργο της Ξανθής ρήγισσας. Παρ’όλο που δεν βρήκε και δεν έφερε το Γαλάζιο Λουλούδι η χαρά και το γέλιο επέστρεψαν στον Πύργο. Τότε όλοι κατάλαβαν πως το Γαλαζιο Λουλούδι, η ευτυχία που όλοι λαχταράμε, δε φυτρώνει σε τόπους μακρινούς αλλά μέσα στην καρδιά των αγνών ανθρώπων.


Όπως γράφει η Ελ. Βοίσκου ο Νικολαΐδης ήθελε σ’αυτό το βιβλίο του να είναι διδακτικός. Το ΓΑΛΑΖΙΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ εκδόθηκε στην Κύπρο το 1919 και παίχθηκε στην Αλεξάνδρεια από τον περίφημο θίασο του Αιμίλιου Βεάκη το 1923, με μεγάλη επιτυχία.Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα βιβλία του τα δημοσίευσε στην Αίγυπτο : Τρεις συλλογές ποιημάτων σε πρόζα, τρεις συλλογές διηγημάτων, τρία μυθιστορήματα και Το Βιβλίο του Μοναχού. Είναι αδύνατο μα και περιττό ν΄αναλύσω εδώ όλα τα έργα του κ. Νικολαΐδη. Τα πιο επιτυχημένα διηγήματα του, λογοτεχνική μορφή όπου διαπρέπει, θεωρούνται οι ΥΠΗΡΕΤΕΣ (Α! ΣΕΙΡΑ), ο σκελεθρασ (Β! ΣΕΙΡΑ) και το ξυλινο ποδι, προπάντων ο Σκέλεθρας.


Ο Παύλος ζει μόνος. Είναι τόσο φτωχός που δεν έχει ούτε το ενοίκιο του να πληρώσει και σκέφτεται ν’αυτοκτονήσει. Δέχεται γι’αυτό να πουλήσει στο νοικοκύρη του τον σκελετό του που αυτός θα μεταπουλήσει σ’ένα ευρωπαϊκό Φυσιολογικό Ινστιτούτο όταν ο Παύλος πεθάνει. Με τα λεφτά που πήρε από την πώληση ο Παύλος αγόρασε ένα πάγκο σαράφη και γίνηκε τοκογλύφος. Σαν πλούτισε αρκετά, ζήτησε να εξαγοράσει το σκελετό του για να τον θάψουνε όπως όλο τον κόσμο στο νεκροταφείο. Μα το συμβόλαιο που υπόγραψε δεν προβλέπει ακύρωση. Τότε ο κ. Σκέλεθρας αλλάζει τις οικονομίες του σε χαρτονομίσματα, αγοράζει κατράμι, κλείνει τις πόρτες και τα παράθυρα ερμητικά και βάζει φωτιά.
Όταν τον βρήκανε δεν είχε μείνει από το Σκέλεθρα παρά μια φούχτα στάχτη και το χρυσό του δόντι.


Δύο λόγια τώρα για τα μυθιστορήματα του Νίκου Νικολαΐδη. Το Στραβόξυλο. Είναι η ιστορία του Γιώργου, ενός νεαρού επαρχιώτη, που παλεύει να πραγματοποιήσει τα όνειρα του και να προστατέψει την ανεξαρτησία του. Πρόκειται εν μέρει για ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα.
Πέρα απ’το καλό και το κακό. Ο τίτλος θυμίζει το βιβλίο του Νίτσε αλλά το έργο του Νικολαΐδη δεν είναι φιλοσοφικό δοκίμιο αλλά μυθιστόρημα. Το καλύτερο του. Ο συγγραφέας διηγείται την τραγική ιστορία δυο αδελφών, της Φωτεινής και της Χρυσούλας, που ζουν στην ασφυκτική ατμόσφαιρα της κυπριακής επαρχίας, στην αρχή του περασμένου αιώνα. Η απελπισμένη προσπάθεια τους να ζήσουν τη ζωή τους σαν γυναίκες, να βρουν ένα γαμπρό η τουλάχιστον ένα οποιονδήποτε άντρα αποτυχαίνει ολότελα και οι δύο αδελφές τρελαίνονται, η κάθε μια με τον τρόπο της.
Τα τρία καρφιά. Σ’αυτό το μυθιστόρημα ο συγγραφέας περιγράφει την πικρή ζωή του Κασσιανού. Το πρώτο καρφί είναι ο φόβος της φτώχιας και η επιμονή του να εξασφαλίσει με κάθε τρόπο ένα βίο άνετο. Το δεύτερο καρφί είναι ο φόβος της μοναξιάς και ο γάμος του με την υπηρέτρια του τη Γιασεμή. Το τρίτο καρφί είναι ο φόβος του θανάτου και η απεγνωσμένη του προσπάθεια να αποκτήσει με τη γυναίκα του ένα παιδί, γιατί όπως λέει η λαϊκή σοφία «αν δεν έχεις παιδί δεν έχεις τίποτα» σ.239). Χωρίζει λοιπόν με τη Γιασεμή και παντρεύετε την Αδριάνα. Η Αδριάνα γεννάει αγόρι αλλά το παιδί το έκανε με τον κουρέα. Ο Κασσιανός όταν το μαθαίνει διώχνει την άπιστη σύζυγο. Αυτή φεύγει με το μωρό της μα λίγο αργότερα πεθαίνει. Τότε ο Κασσιανός, παίρνει πίσω το παιδί, κι’ας φέρνει τ’όνομα του μπαρμπέρη, το μεγαλώνει σα να ήτανε δικό του και το κάνει μοναδικό του κληρονόμο.
Το Βιβλίο του Μοναχού είναι αποτέλεσμα τριάντα χρόνων σκέψης για τη ζωή στα μοναστήρια, που γνώρισε τόσο καλά. Θεωρείται γενικά ως το λογοτεχνικό του αριστούργημα και ένα βιβλίο καλλιτέχνημα.


Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ Νίκου Νικολαίδη


Στην περίοδο 1910-1940 τα γραφτά του Νίκου Νικολαίδη χαιρετίστηκαν θερμά από τους βιβλιοκριτές και τους πιο γνωστούς συγγραφείς στην Αθήνα, στην Κύπρο και στην Αίγυπτο.Ο Κλέων Παράσχος έγραψε ότι ο Νικολαΐδης είναι «ο πρώτος νεοέλληνας διηγηματογράφος». Ο Άγγελος Σικελιανός του γράφει: «Η μόνη επιθυμία που θα΄χα… θα’τανε κάποια διηγήματα να τα χα γράψει εγώ». Ο Καβάφης έλεγε γι’αυτόν ότι ήταν ένας «λαμπρός ζωγράφος … έξοχος διηγηματογράφος …, πολύ καλός φίλος, μα très mauvais compagnon» (πολύ κακός σύντροφος). Ο Τσίρκας λέει «εγώ προσωπικά του οφείλω πάρα πολλά. Μ’έμαθε να γράφω … Έτσι όταν αρχίζω τα πρώτα μου βήματα στη λογοτεχνία, έχω ένα δάσκαλο πλάι μου». Ο Γιώργος Πιερίδης αναγνωρίζει ότι «Εκείνο που με έκανε περισσότερο να δώσω προσοχή στο δούλεμα του λόγου ήταν το παράδειγμα του Νίκου Νικολαίδη». Ο Ξενόπουλος, ο Γρυπάρης, ο Άλκης Θρύλος, ο Νιρβάνας, ο Βουτυράς, ο Χουρμούζιος, ο Καζαντζάκης, ο Σεφέρης, ο Παναγιωτόπουλος, ο Κ. Βάρναλης, ο Γλαύκος Αλιθέρσης, ο Τεύκρος Ανθίας και πολλοί, πολλοι άλλοι γράφουν με θαυμασμό για τον Νίκο Νικολαίδη. Ο Τίμος Μαλάνος είναι κάπως επιφυλακτικός. Ο μόνος κριτικός που γνωρίζω που δε συμμερίζεται τη γενική γνώμη είναι ο Απόστολος Σαχίνης. Θεωρεί ότι »στα διηγήματα του «μεταβάλλει τα πρόσωπα σε ανδρείκελα» και «σαν να κοροϊδεύει τον άνθρωπο» (Αναζητήσεις, 1978.


Στη διάρκεια του πολέμου ο κ. Νικολαΐδης λίγο ξεχάστηκε.Τα τελευταία χρόνια όμως το έργο του γνωρίζει μια επιστροφή. Τα βιβλία του επανεκδίδονται, στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Το εκδοτικό ΚΕΔΡΟΣ τύπωσε τα ΑΠΑΝΤΑ του. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, στα ιταλικά, στα αγγλικά, στα ρουμανικά, στα αραβικά (;). Γράφτηκαν διδακτορικές διατριβές, πολλές μονογραφίες και δεκάδες άρθρα και οργανώθηκαν ημερίδες και επιστημονικά συμπόσια, το τελευταίο (;) το 2004 στην Κύπρο για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του. Αν ζούσε θα ήταν, ευχαριστημένος που οι συμπατριώτες του δεν τον ξεχνούν, ούτε στην Κύπρο, ούτε στην Ελλάδα μα ούτε και στο Μοντρεάλ.


Πριν τελειώσω την ομιλία μου επιτρέψτε μου να σας διαβάσω τρία σύντομα κείμενα του κ. Νικολαΐδη που κατά τη γνώμη μου φανερώνουν το ταλέντο του, το ύφος του και το ήθος του.


ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
Μακριά από την άνοιξη, εδώ στην ηλιοκαμένη
έρημο, έριξα τις ανθισμένες επιθυμίες μου –
που είχαν ριζώσει στην πιο απόκρυφη γωνιά της
καρδιάς μου – και με μιάς η απεραντοσύνη της
φάνταξε σαν κήπος, χρόνια φυτεμένος
και φροντισμένος, από χέρια έμπειρου κηπουρού.


Μυροβόλησε η σιγή, μυροβόλησε το ξερό αεράκι,
και η έρημος χαμογέλασε, σα νάβλεπε στο βαθύ
τον ύπνο της ένα παράξενο όνειρο.
Η ελπίδα, για του καλοκαιριού το πλούσιο κάρπισμα
και του φθινόπωρου το άφθονο σόδειασμα,
ξύπνησε στην καρδιά μου.


Αλλοίμονο! Η άνοιξη στην έρημο βάσταξε όσο
κι’ο κάθε άλλος, απατηλός αντικατοπτρισμός –
όσο τα κίτρινα ρόδα που σκορπά το δειλινό ο
φλογισμένος νοικοκύρης της
(Από τις Ανθρώπινες και άνθινες ζωές)


ΤΟ ΞΟΔΙ ΤΟΥΦΕΛΛΑΧΟΥ


Γιατί καλοί μου μουσουλμάνοι
τον πάτε τόσο βιαστικά;
Αργεί να δύσει ακόμη ο ήλιος
κι’ούτε το κοιμητήριο βρίσκεται
πολύ μακριά.
Είναι αλαφριά, βέβαια, η κάσα
–μια και τον άμοιρο Χαλιμ τον έφαγε η ζωή,
Τι βρήκε ο Χάρος άλλο
από κόκκαλα και πετσί;
Όμως διέστε τη Φάτμα πως αγκομαχεί!
Είναι βαρύς βαρύς ο πόνος,
Βαριά βαριά κι’η έγνοια που την <ε>κρατεί
και δεν μπορεί καθώς τον πάτε,
με βήμα πένθιμο ν’ακολουθεί,
αχ, δεν μπορεί να τρέχει και να κλαίει,
αχ, δεν μπορεί τρέχοντας να μοιρολογεί …


Γι’αυτό, καλοί μου μουσουλμάνοι,
αγάλι αγάλι για να της βολεί
‘κλουθώντας τον να κλαίει και να λέει,
κουνώντας το μαντήλι το μελιτζανί,
πως ήταν αγαθός, σαν είχε τις καλές του ώρες,
και ήτανε γλυκομίλητος πολύ,
όταν στα τόσα του τα κόπια
τ’άφηνε ο μπέης λίγη απολαβή.


Αγάλι αγάλι, μουσουλμάνοι …
αγάλι … ξεμακρύνατε πολύ,
όταν έσκυψε στο χαντάκι
κι επήρε λάσπη ν’αλειφτεί,
αγάλι … λίγα λόγια π’άνθισε ο πόνος
να βγουν με τον πρεπούμενο ρυθμό,
σα δαχτυλίδια, σα ρουμπίες
να κουδουνίσουν … να κυλούν …


Ετέλεψεν ο κάματος για σέ[να] Χαλίλ;
Κι’απόμεινε σε μέ ο μόχθος να γυρίζω το γεράνι,
να ξεντιλίζω το νερό του καναλιού;
Μονάχη μου θ’αρμέγω την γκαμούζα
Μονάχη μου θα πήζω το τυρί;
Και τη σβουνιά μονάχη μου θα πλάθω
Προσάναμμα για το ψωμί;


ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ


Μέσα στην Αγέλαστην Μονήν, ζουν οι μαυρoφόρες υπάρξεις, αρνήθηκαν τις ανθρώπινες συνθήκες. Αρνήθηκαν μιαν ολάκαιρη ζωή για να σωθούν απτἰς βαριές συνθήκες. Λένε πως είναι καταφρονητές της ζωής και την γδύθηκαν για τ’αγγελικό σχήμα. Λέω πως κάτι αφήκaν από πάνω τους, μα τι ν’αφίνει αλλάζοντας ντύμα το φίδι;


Ο Νύμφων κλειέται στο κελί τ’απόγευμα ν’αναπαυτεί. Αποκοιμιέται η ψυχή και μένει η σάρκα του ξυπνή. Τότε – ωσάν σε υπνοφαντασία – η σάρκα το δίκηο της ζητεί : Απόδος το οφειλόμενον. Και δίνει εις βάρος της ψυχής.


Ευχαριστώ για την υπομονή σας και την προσοχή σας.


Μοντρεάλ, 17 Απριλίου 2011

Aucun commentaire: